- γλυφίζω
- αμετ. иметь солоноватый вкус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυφίζω — [γλυφός] (για νερό) έχω ελαφρώς υφάλμυρη γεύση … Dictionary of Greek
υφαρμυρίζω — υφαρμύρισα, αμτβ., είμαι υφάρμυρος (βλ. λ.), έχω γεύση υφάρμυρη, γλυφίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)